- χηλή
- η1) копыто; коготь; 2) лапа; 3) клешня; 4) мед. трещина; 5) коса, отмель; 6) стержень (у клещей, щипцов и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χηλῇ — χηλή horse s hoof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλή — horse s hoof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α 1. η οπλή τών ιπποειδών 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος 5. κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
χηλῆι — χηλῇ , χηλή horse s hoof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хела — (Χηλή, собственно, расщепление копыта) в древнегреческой катапульте (метательная машина) четырехугольная, прикрепленная посредством горизонтальной поперечной оси к подвижному желобу машины металлическая дощечка, с помощью которой зацеплялась и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χηλαῖς — χηλή horse s hoof fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλαῖσι — χηλή horse s hoof fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλαῖσιν — χηλή horse s hoof fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλαί — χηλή horse s hoof fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλᾶς — χηλή horse s hoof fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλῆς — χηλή horse s hoof fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)